happy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός happy
συγκριτικός happier
υπερθετικός happiest

Επίθετο

[επεξεργασία]

happy (en)

  1. χαρούμενος, χαίρομαι, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχώ, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, που αισθάνεται ή δείχνει ευχαρίστηση
    I’m in a happy mood.
    Είμαι σε χαρούμενη διάθεση.
    We were happy to see you.
    Χαρήκαμε που σε είδαμε.
    a happy family - μια ευτυχισμένη οικογένεια
    Today I am very happy because I will meet up with dear friends.
    Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένος, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους.
    He was happy all throughout his life.
    Ήταν ευτυχής σε όλη του τη ζωή.
    She was happy in her life/in her marriage.
    Ευτύχησε στη ζωή της/στο γάμο της.
    You made me happy with your gift.
    Με ευχαρίστησες με το δώρο σου.
    Your news made me happy.
    Τα νέα σου με ευχαρίστησαν.
    He is an insatiable man, he is not happy with anything.
    Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε.
     συνώνυμα: glad
  2. χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, που δίνει ή προκαλεί ευχαρίστηση
    She lived a happy life.
    Πέρασε μια χαρούμενη ζωή.
    He lived a happy childhood.
    Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.
    He lived the happiest years of his life with her.
    Μαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του.
  3. χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, για ευχές
    happy holidays - χαρούμενες γιορτές
    happy birthday - ευτυχισμένα γενέθλια/χρόνια πολλά
    happy new year - ευτυχές το νέον έτος/καλή χρονιά
  4. χαίρομαι, ευχαριστημένος, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, ικανοποιημένος ότι κάτι είναι καλό ή σωστό
    Are you happy we went to the theaters yesterday?
    Χαίρεσαι που πήγαμε στο σινεμά χθες;
    I am happy with my children.
    Είμαι ευχαριστημένος από τα παιδιά μου.
    The morning walk makes me happy.
    Με ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος.
    I hope you are happy with my work.
    Ελπίζω να ευχαριστηθείτε από τη δουλειά μου.
    No one is happy about this.
    Κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτό.
  5. ευτυχής, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι να κάνω κάτι
    I will be happy to help you.
    Θα είμαι ευτυχής να σας βοηθήσω.
    I would be very happy to come.
    Πολύ θα χαιρόμουν να έλθω.
    He is happy to host friends.
    Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους.
  6. ευτυχής, τυχερός
    a happy coincidence - μια ευτυχής σύμπτωση
  7. (επίσημο) επιτυχημένος, κατάλληλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]