happy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | happy |
συγκριτικός | happier |
υπερθετικός | happiest |
Επίθετο
[επεξεργασία]happy (en)
- χαρούμενος, χαίρομαι, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχώ, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, που αισθάνεται ή δείχνει ευχαρίστηση
- ↪ I’m in a happy mood.
- Είμαι σε χαρούμενη διάθεση.
- ↪ We were happy to see you.
- Χαρήκαμε που σε είδαμε.
- ↪ a happy family - μια ευτυχισμένη οικογένεια
- ↪ Today I am very happy because I will meet up with dear friends.
- Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένος, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους.
- ↪ He was happy all throughout his life.
- Ήταν ευτυχής σε όλη του τη ζωή.
- ↪ She was happy in her life/in her marriage.
- Ευτύχησε στη ζωή της/στο γάμο της.
- ↪ You made me happy with your gift.
- Με ευχαρίστησες με το δώρο σου.
- ↪ Your news made me happy.
- Τα νέα σου με ευχαρίστησαν.
- ↪ He is an insatiable man, he is not happy with anything.
- Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε.
- ≈ συνώνυμα: glad
- ↪ I’m in a happy mood.
- χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, που δίνει ή προκαλεί ευχαρίστηση
- ↪ She lived a happy life.
- Πέρασε μια χαρούμενη ζωή.
- ↪ He lived a happy childhood.
- Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.
- ↪ He lived the happiest years of his life with her.
- Μαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του.
- ↪ She lived a happy life.
- χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, για ευχές
- ↪ happy holidays - χαρούμενες γιορτές
- ↪ happy birthday - ευτυχισμένα γενέθλια/χρόνια πολλά
- ↪ happy new year - ευτυχές το νέον έτος/καλή χρονιά
- χαίρομαι, ευχαριστημένος, ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι, ικανοποιημένος ότι κάτι είναι καλό ή σωστό
- ↪ Are you happy we went to the theaters yesterday?
- Χαίρεσαι που πήγαμε στο σινεμά χθες;
- ↪ I am happy with my children.
- Είμαι ευχαριστημένος από τα παιδιά μου.
- ↪ The morning walk makes me happy.
- Με ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος.
- ↪ I hope you are happy with my work.
- Ελπίζω να ευχαριστηθείτε από τη δουλειά μου.
- ↪ No one is happy about this.
- Κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτό.
- ↪ Are you happy we went to the theaters yesterday?
- ευτυχής, χαίρομαι, ευχαριστιέμαι να κάνω κάτι
- ↪ I will be happy to help you.
- Θα είμαι ευτυχής να σας βοηθήσω.
- ↪ I would be very happy to come.
- Πολύ θα χαιρόμουν να έλθω.
- ↪ He is happy to host friends.
- Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους.
- ↪ I will be happy to help you.
- ευτυχής, τυχερός
- ↪ a happy coincidence - μια ευτυχής σύμπτωση
- (επίσημο) επιτυχημένος, κατάλληλος