banana

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

banana (bs)



      ενικός         πληθυντικός  
banana bananas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

banana (en)



      ενικός         πληθυντικός  
banana banane

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

banana (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

banana (es)