banana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banana (bs)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
banana | bananas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banana (en)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
banana | banane |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banana (it)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banana (es)