adverbe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adverbe < averbe < λατινική adverbium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.vɛʁb/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adverbe adverbes

adverbe (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adverbe < adverb- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

adverbe (eo)