adverbe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adverbe | adverbes |
adverbe (fr) αρσενικό
- (γραμματική) το επίρρημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]adverbe (eo)
- επιρρηματικά
- ĝi estas uzata adverbe - χρησιμοποιείται επιρρηματικά