αγιορείτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγιορείτης < αγιονορείτης < Άγιον Όρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγιορείτης αρσενικό
- ο μοναχός του Αγίου Όρους
αγιορείτης αρσενικό