Ραιδεστινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Ραιδεστινός < Ραιδεστ(ός) + -ινός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ραιδεστινός αρσενικό (θηλυκό Ραιδεστινή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Ραιδεστό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Ραιδεστηνός (μάλλον παρωχημένη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ραιδεστινός (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ραιδεστινός
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Ραιδεστινός < πατριδωνυμικό Ραιδεστινός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ραιδεστινός αρσενικό (θηλυκό Ραιδεστινού)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Ραιδεστηνός (παλαιότερη)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ινός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)