Μνημείο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αρχικά με την ονομασία Μνημείο χαρακτηριζόταν οποιοδήποτε οικοδόμημα που ανεγειρόταν πάνω από το μνήμα (τάφο) νεκρού ή νεκρών προς τιμή και ανάμνηση αυτών. Περίλαμπρα και μεγαλοπρεπή τέτοια οικοδομήματα ήταν το «Μνημείο του Αγρύπα» και ιδιαίτερα το «Μνημείο του Μαυσώλου» απ' όπου καθιερώθηκε στη συνέχεια και ο όρος Μαυσωλείο. Χαρακτηριστικότερο νεότερης εποχής το Ταζ Μαχάλ.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος είναι αρχαίος ελληνικός, απαντώμενος στην αττική διάλεκτο: «μνημείον», στη δωρική: «μναμείον» και ιωνική: «μνημήιον», ως ουσιαστικοποιημένος τύπος του ουδετέρου του επιθέτου «μνημήιος» και «μνημείος» παραγόμενα από τις λέξεις «μνήμα» + κατάληξη -ήιος / -είος αντίστοιχα, με την έννοια αντικειμένου που προκαλεί ανάμνηση προσώπου, ή γεγονότος, (π.χ. «μνημεία όρκων» Ευριπίδης).
Γενικότερα επεκράτησε η έννοια έργου αρχιτεκτονικού, ή γλυπτικού που ανεγείρεται σε ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος π.χ. Μνημείο Φιλοπάππου, «...μνημείον μεν ουν αυτού εν Μαγνησία έστι τη Ασιανή εν τη αγορά» (Θουκυδίδης). Στη Καινή Διαθήκη αποδόθηκε ως συνώνυμο του τάφου, («πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού»).
Παράλληλα σχηματίσθηκε ο νεοελληνικός όρος «μνημειώδης» ως προσδιοριστικό μνημείου, ή έργου επιβλητικών διαστάσεων με χαρακτήρα μεγαλοπρεπή και σπουδαίας σημασίας, ή που ξεπερνά τα συνήθη μέτρα π.χ. μεγαλειώδες άγαλμα (όπως Ο Ηρακλής του Λυσίππου), ή μεγαλειώδη τείχη, όπως το Σινικό τείχος κ.λπ. Ο όρος μνημειώδης μαρτυρείται από το 1889 στην τότε εφημερίδα της Αθήνας «Ακρόπολις».
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα με τον όρο μνημείο αποδίδεται γενικότερα οτιδήποτε διασωθέν οικοδόμημα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένων όλων των ενδιάμεσων ιστορικών περιόδων καθώς επίσης και συγγράμματα των περιόδων αυτών, δηλαδή πάσης φύσεως έργων τέχνης και λόγου που θεωρούνται αριστουργήματα. Στη σύγχρονη αντίληψη αναζήτησης, διάσωσης και διατήρησης αυτών ως πολιτιστικά αγαθά αναπτύχθηκε έντονα η έννοια της προστασίας και συντήρησης αυτών, ανεξάρτητα της χρηστικής τους αξίας. Βέβαια η αντίληψη αυτή υπήρχε από παλαιότερα που διασφαλίζονταν κάποια εξ αυτών μεμονωμένα ως κειμήλια, όχι όμως τόσο για τα αρχιτεκτονήματα. Για τα τελευταία φαίνεται να ξεκίνησε η αντίληψη προστασίας τους μόλις τον 19ο αιώνα όταν η καταστροφή παλαιών μνημείων είχε αρχίσει προκειμένου να εξυπηρετηθούν άλλοι λόγοι κυρίως οικιστικοί μετά την έντονη αστυφιλία που παρατηρήθηκε ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης.
Η συμβολή του Γάλλου αρχιτέκτονα και θεωρητικού της αρχιτεκτονικής μνημείων Ευγενίου Εμμανουήλ Βιολέ λε Ντυκ υπήρξε σπουδαία με το δεκάτομο «μνημειώδες» έργο του «Ερμηνευτικό Λεξικό της γαλλικής Αρχιτεκτονικής από τον 11ο αιώνα έως τον 15ο αιώνα» που δημοσίευσε το 1854 - 1868. Εκτός από τις απώλειες σπουδαίων οικοδομημάτων που αναφέρονταν, στο έργο του αυτό διασαφήνισε τις πρωτοπόρες απόψεις του περί μνημείων και της αναγκαιότητας αναστήλωσης αυτών. Μεγάλη επίσης συμβολή εν προκειμένω ήταν και του Ιταλού αρχιτέκτονα Καμίλο Μπόιτο επί των ίδιων θέσεων τις οποίες και υποστήριξε στο μεγάλο συνέδριο μηχανικών και αρχιτεκτόνων που συνήλθε στη Ρώμη το 1883.
Μετά από τα παραπάνω το όλο θέμα άρχισε να απασχολεί τις διάφορες χώρες σε εθνικό πλέον επίπεδο. Έτσι ξεκίνησαν να εκδίδονται και οι πρώτες σχετικές νομοθεσίες, θεσμοθετώντας σχετικά μέτρα, με συνέπεια να αρχίσει πλέον μια συστηματικότερη γενικευμένη προσπάθεια καταγραφής και αναστήλωσης μνημείων. Στα μέτρα αυτά ήταν και η δημιουργία και επάνδρωση σχετικών αρχαιολογικών υπηρεσιών αναστήλωσης, καθώς και της οργάνωσης των απαραίτητων εθνικών νομικών πλαισίων τόσο για την κατοχύρωση αυτών τούτων των μνημείων, όσο και για την προστασία τους. Στη δε διάρκεια του μεσοπολέμου τέθηκαν και οι βασικές κατευθυντήριες αρχές της αντιμετώπισης του προβλήματος της συντήρησης και αναστήλωσης των μνημείων. Οι εκτεταμένες όμως καταστροφές μνημείων που σημειώθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της εκρηκτικής αστικής ανάπτυξης που ακολούθησε και το μεγάλο ενδιαφέρον που αναπτύχθηκε πλέον επ' αυτών δημιούργησαν την ανάγκη ίδρυσης και δραστηριοποίησης διεθνών οργανισμών έτσι ώστε να επέλθει ένας διακρατικός συντονισμός και συνεργασίας στη προστασία των μνημείων. Συνέπεια αυτών ήταν τελικά η δημιουργία του Διεθνούς Οργανισμού UNESCO ενώ σπουδαίος εν προκειμένω υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Βενετίας» του 1964, με τον οποίο και θεσπίστηκε το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών που αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ.
Διεθνές Δίκαιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica» τομ.42ος, σελ.269.