ενεργητική μετοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενεργητική μετοχή < ενεργητική φωνή + μετοχή
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενεργητική μετοχή θηλυκό
- (γραμματική) μετοχή ενεργητικής φωνής
- ※ Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τη λεγόμενη ενεργητική μετοχή που είναι στην ενεργητική φωνή, σε χρόνο ενεστώτα και είναι άκλιτη. (*)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενεργητική μετοχή
|