ψεύτικος

Μεταφράσεις

ψεύτικος

('pseftikos) αρσενικό

ψεύτικη

('pseftici) θηλυκό

ψεύτικο

false, untrue, mockسَاخِرٌfalešnýfalskunechtsimuladovale-fauxtobožnjifintoまがいの모조의onechtuektepozornyfalsoподдельныйlåtsadเลียนแบบdeneme sınavıgiả假的 ('pseftiko) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν ισχύει ψεύτικη πληροφορία
2. πλαστός ψεύτικο κόσμημα
3. προσποιητός απαντάω με ψεύτικη ευγένεια
4. τεχνητός ψεύτικα λουλούδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close