βιαστικός

Μεταφράσεις

βιαστικός

(vjasti'kos) αρσενικό

βιαστική

(vjasti'ci) θηλυκό

βιαστικό

hasty, harried, cursoryapresurado, precipitado, urgentepresséfrettoloso急いで (vjasti'ko) ουδέτερο
επίθετο
1. που δεν έχει χρόνο είμαι βιαστικός
2. που γίνεται γρήγορα βιαστικές κινήσεις
3. που είναι επείγων βιαστική δουλειά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Site: Ακολουθούν: Κοινοποιήστε:
Open / Close