αόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αόριστος | η | αόριστη | το | αόριστο |
γενική | του | αόριστου | της | αόριστης | του | αόριστου |
αιτιατική | τον | αόριστο | την | αόριστη | το | αόριστο |
κλητική | αόριστε | αόριστη | αόριστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αόριστοι | οι | αόριστες | τα | αόριστα |
γενική | των | αόριστων | των | αόριστων | των | αόριστων |
αιτιατική | τους | αόριστους | τις | αόριστες | τα | αόριστα |
κλητική | αόριστοι | αόριστες | αόριστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αόριστος < [1]
- (για το επίθετο) < αρχαία ελληνική ἀόριστος
- (το ουσιαστικό) < ελληνιστική κοινή ἀόριστος από τον διαχωρισμό που έκαναν οι στωικοί σε αόριστους και ορισμένους χρόνους
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈo.ɾi.stos/
Επίθετο
επεξεργασίααόριστος -η -ο
- ανεπαρκώς καθορισμένος, ασαφής
- δεν παρουσίασε στους μετόχους τίποτε άλλο από κάποια αόριστα σχέδια
- (γραμματική) για άρθρο ή αντωνυμία: πρόσωπο ή πράγμα που δεν κατονομάζεται
- αόριστο άρθρο - αόριστη αντωνυμία
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αόριστος | οι | αόριστοι |
γενική | του | αόριστου & αορίστου |
των | αόριστων & αορίστων |
αιτιατική | τον | αόριστο | τους | αόριστους & αορίστους |
κλητική | αόριστε | αόριστοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αόριστος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει συνοπτικά κάτι που έγινε στο παρελθόν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αόριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας