area

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
area < (άμεσο δάνειο) λατινική area

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛə̯ɹɪə̯/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
area areas

area (en)

  1. η περιοχή
    The police are tracking around the area where the fugitives were seen.
    Οι αστυνομικοί ιχνηλατούν γύρω από την περιοχή όπου θεάθηκαν οι δραπέτες.
  2. η έκταση, το εμβαδόν, ο χώρος, οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση
    I love open areas.
    Αγαπώ τους ανοιχτούς χώρους.
     συνώνυμα: space